παραφορότης

παραφορότης
-ητος, ἡ, Α [παράφορος]
1. πλάγια αδέξια κίνηση
2. αδεξιότητα τού σώματος, έλλειψη επιτηδειότητας εξαιτίας κακού σχηματισμού τού σώματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παραφορότητα — παραφορότης lurching movement fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՕՏԱՐԱԲԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 1028 Chronological Sequence: Unknown date գ. παραφορότης efferatio, immanitas. Օտարանալն յանձնէ. այլանդակութիւն. կատաղութիւն գազանային. *Վասն օտարաբերութեանն՝ բիւրից չարեաց ինքեանիցէ պատճառ. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”